-
1 мера
-ы θ.1. μέτρο, μονάδα μέτρησης•-ы длины μέτρα μήκους•
-ы веса μέτρα βάρους,τα σταθμά•
-ы объёма μέτρα όγκου•
-ы вместительности μέτρα χωρητικότητας•
кубическая мера κυβικό μέτρο.
|| η μετρική ταινία. || ρωσικό μέτρο χωρητικότητας ενός πουτιού.2. μτφ. όριο•следует во всём соблюдать -у παν μέτρον άριστον•
всему есть мера για κάθε τι υπάρχει όριο•
знать -у όεν υπερβαίνω τα όρια.
|| (συνεκδ.) τα μέσα, μέτρα•-ы наказания μέσα τιμωρίας•
принимать -ы παίρνω τα μέτρα•
-ы предосторожности προφυλακτικά μέτρα•
-ы социальной защиты μέτρα κοινωνικής πρόνοιας•
решительные -ы αποφασιστικά (δραστικά) μέτρα•
высшая мера наказания η εσχάτη των ποινών.
εκφρ.без -ы – χωρίς μέτρο (υπερβολικά)•в -у – στο μέτρο (μέτρια)•ни в коей ή ни в какой -е – επ ουδενί λόγω, σε καμιά περίπτωση, με κανένα τρόπο•по -е – όσο, καθόσο, αντίστοιχα, ανάλογα•по -е того как... – οσάκις, ότε, οπότε...• сверх -ы; через -у; не в -у υπέρμετρα, υπέρ το δέον•чувство -ы – το αίσθημα του μέτρου. -
2 мера
мера ж 1) το μέτρο, η μονάδα· \мераа длины το μέτρο (или η μονάδα) μήκους· \мераы веса μέτρα και σταθμά 2) (средство) τα μέτρα* \мераы предосторожности τα προφυλακτικά μέτρα" принять \мераы παίρνω μέτρα 3) (степень) о βαθμός' в известной \мерае σε ορισμένο βαθμό ◇ по крайней \мерае τουλάχιστο· в \мерау με μέτρο* по \мерае того как... καθώς...· по \мерае... ανάλογα με...* * *ж1) το μέτρο, η μονάδαме́ра длины́ — το μέτρο ( или η μονάδα) μήκους
ме́ры ве́са — μέτρα και σταθμά
2) ( средство) τα μέτραме́ры предосторо́жности — τα προφυλακτικά μέτρα
приня́ть ме́ры — παίρνω μέτρα
3) ( степень) ο βαθμόςв изве́стной ме́ре — σε ορισμένο βαθμό
••по кра́йней ме́ре — τουλάχιστο
в ме́ру — με μέτρο
по ме́ре того́ как… — καθώς…
по ме́ре… — ανάλογα με…
-
3 мера
мер||аж1. (единица измерения) τό μέτρο[ν]:\мераы длины́ τά μέτρα μήκους· \мераы веса τά μέτρα καί σταθμά·2. (величина, размер) τό ὄριο[ν], τό μέτρο[ν]:чу́вство \мераы τό αίσθημα τοῦ μέτρου· знать \мерау τηρῶ τό μέτρο, δέν ξεπερνώ τά ὅρια· не знать \мераы ξεπερνώ τά брш· в значительной \мерае σέ σημαντικό βαθμό· в известной \мерае ὡς δνα σημείο·3. (мероприятие) τό μέτρο[ν]:решительные \мераы τά ἀποφασιστικά (или τά δραστικά) μέτρα· \мераы предосторожности προφυλακτικό μέτρα· \мера наказания μέτρα τιμωρίας· высшая \мера наказания ἡ ἐσχατη ποινή· принять \мераы παίρνω (или λαμβάνω) μέτρα· ◊ по \мерае того́ как... καθώς..., ἐνω...· по \мерае возможности στό μέτρο τοῦ δυνατοῦ· по \мерае сил στό μέτρο τῶν δυνάμεων сверх \мераы πάνω ἀπ' τό ὅριο, πέραν τοῦ δέοντος· в \мерау ἀρκετά, ἀρκούντως· не в \мерау ὑπερμέτρως, ἀμέτρως, ὑπερβολικά· по крайней \мерае, по меньшей \мерае τουλάχιστον, τό λιγώτερο· ни в какой \мерае καθόλου, οὐδόλως, κατ' ὁόδένα τρόπον. -
4 безопасность
безопасность ж в разн. знач. η ασφάλεια техника \безопасностьи τα μέτρα προστασίας, τα ασφαλιστικά μέτρα (από ατυχήματα στα εργοστάσια κτλ.) коллективная \безопасность η συλλογική ασφάλεια* * *ж в разн. знач.η ασφάλειαте́хника безопа́сности — τα μέτρα προστασίας, τα ασφαλιστικά μέτρα (από ατυχήματα στα εργοστάσια κτλ.)
коллекти́вная безопа́сность — η συλλογική ασφάλεια
-
5 мерка
мерка ж τα μέτρα· снимать \меркау παίρνω τα μέτρα* * *жτα μέτραснима́ть ме́рку — παίρνω τα μέτρα
-
6 сажень
(старая русская мера длины) παλαιά ρωσική μονάδα μήκους που ισούται με 2,13 μέτρα маховая - ισούται με 1,76 μέτρα, морская - η οργυιά, косая - ισούται με 2,48 μέτρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сажень
-
7 мерка
мерк||аж τά μέτρα:снять \меркау παίρνω μέτρα· по \меркае σύμφωνα μέ τά μέτρα. -
8 репрессия
репрессияж τά μέτρα καταπίεσης, ἡ βίαια καταπίεση:прибегать κ \репрессияμ καταφεύγω σέ βίαια μέτρα· подвергать \репрессиям ἐπιβάλλω μέτρα καταπίεσης σέ κάποιον. -
9 техника
1. (совокупность средств) о εξοπλισμόςτα μέσαη τεχνική2. (методика, приём) η τεχνικ/ήвакуумная - η τεχνολογία δημιουργίας, συντήρησης και μέτρησης του κενού3. (вычислительная) οι υπολογιστές και τα προγράμματα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > техника
-
10 глубина
глубина ж 1) το βάθος измерять \глубинау μετρώ το βάθος» βυθομετρώ на \глубинае десяти метров σε βάθος δέκα μέτρα 2) перен. η βαθύτητα* * *ж1) το βάθοςизмеря́ть глубину́ — μετρώ το βάθος, βυθομετρώ
на глубине́ десяти́ ме́тров — σε βάθος δέκα μέτρα
2) перен. η βαθύτητα -
11 длина
длина ж το μάκρος, το μήκος в \длинау στο μάκρος, σε μήκος' \длинаой в пять метров πέντε μέτρα μάκρος* * *жτο μάκρος, το μήκοςв длину́ — στο μάκρος, σε μήκος
длино́й в пять ме́тров — πέντε μέτρα μάκρος
-
12 над
над (надо) πάνω από' \надрекой πάνω από το ποτάμι·тысяча метров \над уровнем моря χίλια μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας' \над чем он работает? με τι ασχολείται;* * *над реко́й — πάνω από το ποτάμι
ты́сяча ме́тров над у́ровнем мо́ря — χίλια μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας
над чем он рабо́тает? — με τι ασχολείται
-
13 снять
снять 1) βγάζω, αφαιρώ; σηκώνω· \снять шляпу βγάζω το καπέλο 2) (урожай и т. л.) σοδιάζω, συγκομίζω 3) (отменить) καταργώ* ακυρώνω, παραγράφω (выговор и т. η.) 4) (освободить, устранить) απολύω, παύω 5) (помещение) νοικιάζω 6) фото τραβώ φωτογραφία, φωτογραφίζω 7) кино γυρίζω ταινία ◇ \снять мерку παίρνω τα μέτρα \сняться 1) βγάζω φωτογραφία; —ся в кино παίζω στον κινηματογράφο 2): \сняться с Якоря σαλπάρω, σηκώνω άγκυρα* * *1) βγάζω, αφαιρώ; σηκώνωснять шля́пу — βγάζω το καπέλο
2) (урожай и т. п.) σοδιάζω, συγκομίζω3) ( отменить) καταργώ; ακυρώνω, παραγράφω (выговор и т. п.)4) (освободить, устранить) απολύω, παύω5) ( помещение) νοικιάζω6) фото τραβώ φωτογραφία, φωτογραφίζω7) кино γυρίζω ταινία••снять ме́рку — παίρνω τα μέτρα
-
14 длина
длин||а́ж τό μήκος, τό μάκρος, ἡ μα-κρότητα [-ης]:пять метров в \длинау πέντε μέτρα μάκρος· \длина улицы τό μήκος τοῦ δρόμου· меры \длинаώ τά μέτρα μήκους· рас-тяну́ться во всю \длинау́ ξαπλώνομαι μακρύς πλατύς. -
15 предосторожность
предосторожностьж ἡ προφύλαξη, ἡ προσοχή:меры \предосторожностьи τά προφυλακτικά μέτρα· принять меры \предосторожностьн παίρνω προφυλακτικά μέτρα -
16 противопожарный
противопожарныйприл κατά τής πυρκαϊᾶς:\противопожарныйые меры μέτρα προφύλαξης κατά τής πυρκαϊας, τά προληπτικά μέτρα κατά τοῦ πυρός. -
17 measure of location
= measure of central tendencyFrench\ \ caractéristique de tendance centrale; paramètre de position; mesure de position; mesure de la tendance centraleGerman\ \ Lagemaß; Lokationsmaß; Maßzahl de Lage; LagemaßzahlDutch\ \ locatiemaatstaf; plaatsmaatItalian\ \ misura di posizione; indice di posizioneSpanish\ \ medida de posición; medida de tendencia central; medida de localizaciónCatalan\ \ mesura de posició; mesura de tendència centralPortuguese\ \ medida de localização; medida de tendência centralRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ lägesmåttGreek\ \ μέτρα θέσης; μέτρα κεντρικής τάσηςFinnish\ \ sijainnin mitta; keskittyneisyyden mittaHungarian\ \ helyi mérõszamTurkish\ \ konum ölçüsü; merkezi eğilim olcusuEstonian\ \ asendimõõt; paiknemismõõt; asendikarakteristikLithuanian\ \ padėties matas; centro atžvilgiu matasSlovenian\ \ mera centralne tendencePolish\ \ miara położenia; miara tendencji centralnejRussian\ \ параметр; характеризующий положение центра распределенияUkrainian\ \ параметр; який характеризує положення центру розподілуSerbian\ \ мера централне тенденције; мера локацијеIcelandic\ \ miðlægt gildi; dæmigert gildi; miðleitni; miðsækniEuskara\ \ posizio-neurri; zentrurako joeraren neurri; zentro-joeraren neurriFarsi\ \ ndazeye m kaniPersian-Farsi\ \ معيار مکانArabic\ \ مقياس الموقع؛ مقياس النزعة المركزيةAfrikaans\ \ lokaliteitsmaatstafChinese\ \ 位 置 测 度Korean\ \ 위치의 측도; 중심성향측도, 중심경향성측도 -
18 мерка
-и θ.1. τα μέτρα, οι διαστάσεις, τα μεγέθη•снять -у παίρνω τα μέτρα.
2. μέτρο, αντικείμενο για μέτρηση.3. βλ. мера. -
19 строгость
-и θ.αυστηρότητα•строгость учителя η αυστηρότητα του δάσκαλου•
строгость нравов αυστηρότητα ηθών.
|| πλθ. -и αυστηρά μέτρα•цензурныестрогостьи αυστηρά μέτρα λογοκρισίας.
-
20 безопасность
η ασφάλειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > безопасность
См. также в других словарях:
μέτρα — μέτρα, ἡ (Μ) 1. καταμέτρηση, μέτρημα 2. μέτρο χωρητικότητας υγρών. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μετρῶ] … Dictionary of Greek
μέτρα — τα 1. το σύνολο των ενεργειών για προστασία, αποτροπή ενός κακού, άμυνα: Οι υγειονομικές αρχές πήραν μέτρα για να μην επεκταθεί η επιδημία. 2. (νομ.), «προσωρινά μέτρα», προσωρινή διευθέτηση διαφοράς ανάμεσα σε αντιδίκους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέτρα — μέτρον that by which anything is measured neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοικητικά μέτρα — Κάθε ενέργεια της διοίκησης, που τείνει στη διασφάλιση των στόχων της ομαλής λειτουργίας της και στη ρύθμιση των σχέσεών της με τους διοικούμενους, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το γενικό κοινωνικό συμφέρον και την ομαλή συνύπαρξη των πολιτών μέσα στα… … Dictionary of Greek
Δέκα μέτρα καὶ ἕν τέμνε. — См. Десятью примерь, однова отрежь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αιολικά μέτρα — Ονομασία των δακτυλοτροχαϊκών μέτρων που χρησιμοποιούσαν οι αιολικοί ποιητές και μάλιστα οι διασημότεροι όπως η Σαπφώ και ο Αλκαίος. Χαρακτηριστικό των μέτρων αυτών ήταν ο σταθερός αριθμός συλλαβών. Δεν ήταν, δηλαδή, δυνατή η αντικατάσταση μιας… … Dictionary of Greek
δρακόντεια μέτρα — Βλ. λ. Δράκων … Dictionary of Greek
μέτρ' — μέτρα , μέτρον that by which anything is measured neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek