Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τα μέτρα

См. также в других словарях:

  • μέτρα — μέτρα, ἡ (Μ) 1. καταμέτρηση, μέτρημα 2. μέτρο χωρητικότητας υγρών. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μετρῶ] …   Dictionary of Greek

  • μέτρα — τα 1. το σύνολο των ενεργειών για προστασία, αποτροπή ενός κακού, άμυνα: Οι υγειονομικές αρχές πήραν μέτρα για να μην επεκταθεί η επιδημία. 2. (νομ.), «προσωρινά μέτρα», προσωρινή διευθέτηση διαφοράς ανάμεσα σε αντιδίκους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέτρα — μέτρον that by which anything is measured neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοικητικά μέτρα — Κάθε ενέργεια της διοίκησης, που τείνει στη διασφάλιση των στόχων της ομαλής λειτουργίας της και στη ρύθμιση των σχέσεών της με τους διοικούμενους, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το γενικό κοινωνικό συμφέρον και την ομαλή συνύπαρξη των πολιτών μέσα στα… …   Dictionary of Greek

  • Δέκα μέτρα καὶ ἕν τέμνε. — См. Десятью примерь, однова отрежь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • αιολικά μέτρα — Ονομασία των δακτυλοτροχαϊκών μέτρων που χρησιμοποιούσαν οι αιολικοί ποιητές και μάλιστα οι διασημότεροι όπως η Σαπφώ και ο Αλκαίος. Χαρακτηριστικό των μέτρων αυτών ήταν ο σταθερός αριθμός συλλαβών. Δεν ήταν, δηλαδή, δυνατή η αντικατάσταση μιας… …   Dictionary of Greek

  • δρακόντεια μέτρα — Βλ. λ. Δράκων …   Dictionary of Greek

  • μέτρ' — μέτρα , μέτρον that by which anything is measured neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»